βόσκω

βόσκω
(αόρ. εβόσκησα) 1. μετ.
1) пасти; 2) питаться подножным кормом (о животных); 2. αμετ. 1) пастись, щипать траву; 2) перен. блуждать; бродить;

πού βόσκει ο νούς σου; — где ты витаешь?, где твой мысли?;

πού έβοσκες σήμερα; где ты сегодня пропадал?

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βόσκω" в других словарях:

  • βόσκω — και βοσκώ ησα, ήθηκα, βοσκημένος 1. τρέφομαι από το χορτάρι: Την άνοιξη τα ελεύθερα ζώα βόσκουν φρέσκο χορτάρι. 2. οδηγώ στη βοσκή: Ο βοσκός είναι το καταλληλότερο άτομο για να βόσκει ζώα. 3. τρώγω: Τα γουρούνια βόσκουν βαλανίδια. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόσκω — feed pres subj act 1st sg βόσκω feed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — βόσκω, βόσκησα βλ. πίν. 112 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • βοσκώ — ( άω) (για ζώο) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ησα των περισπώμενων (συνηρημένων) ρημάτων (πρβλ. σβέννυμι έσβησα σβω)] …   Dictionary of Greek

  • βοσκῶ — βοσκός herdsman masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκῷ — βοσκός herdsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκομένων — βόσκω feed fut part mid fem gen pl (doric) βόσκω feed fut part mid masc/neut gen pl (doric) βόσκω feed pres part mp fem gen pl βόσκω feed pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκόμενον — βόσκω feed fut part mid masc acc sg (doric) βόσκω feed fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) βόσκω feed pres part mp masc acc sg βόσκω feed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκεσθε — βόσκω feed fut ind mid 2nd pl (doric) βόσκω feed pres imperat mp 2nd pl βόσκω feed pres ind mp 2nd pl βόσκω feed imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκον — βόσκω feed pres part act masc voc sg βόσκω feed pres part act neut nom/voc/acc sg βόσκω feed imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βόσκω feed imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»